μετάταξη — η 1. η μετάθεση υπαλλήλου σε παρεμφερή θέση: Μετάταξη καθηγητών σε γραφεία του υπουργείου Παιδείας. 2. μετακίνηση αξιωματικού από ένα σώμα σε άλλο: Μετάταξη από το ναυτικό στην αεροπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετάταξη — η (Α μετάταξις) [μετατάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετατάσσω, μεταβολή τής τάξης, τής σειράς, τακτοποίηση με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ναυτ. κάθε κίνηση ναυτικών δυνάμεων που γίνεται εν πλω με σκοπό την αλλαγή τού σχηματισμού,… … Dictionary of Greek
φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek